νώροψ

νώροψ
νῶροψ, -οπος, ό, ή (Α)
1. (κυρίως ως επίθ. τού χαλκού) στιλπνός, αστραφτερός («ἐν δ' αὐτὸς ἐδύσατο νώροπα χαλκόν», Ομ. Ιλ.)
2. (γενικά) λαμπρός, φωτεινός
3. (κατά τον Ησύχ.) «νῶροψ
λαμπρός, ὀξύφωνος, ἔνηχος, ἤ ὅτι τὴν ὄψιν ἀσθενῆ ποιεῑ».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. νῶροψ μαρτυρείται στον Όμηρο μόνο στη δοτ. και αιτ. νώρ-οπι και νώρ-οπα ως επίθ. τού χαλκού και πολύ αργότερα τού πέπλου με τη σημ. «λαμπρός, οξύφωνος, ένηχος, αυτός που θαμπώνει την όψη». Φαίνεται ότι οι Αρχαίοι δεν ήταν σίγουροι για τη σημ. τής λέξης, παρ' όλα αυτά θεώρησαν ότι σημαίνει «λαμπρός» αποδίδοντας αυτήν την ιδιότητα στον χαλκό, σημασία όμως που δεν βοηθά στην ετυμολόγησή της. Η λ. έχει συνδεθεί με το ἀνήρ* και έχει αναχθεί σε αμάρτυρο τ. *νωρός με σημ. «στέρεος, σταθερός» (> νωρεῖ*), από όπου το νῶροψ, κατά το αἶθοψ ως επίθ. προσδιοριστικό μετάλλου. Η μαρτυρία τού μυκην. noriwoko, εξάλλου, δεν διευκολύνει την ετυμολ. τής λέξης. Κατ' άλλους, η λ. έχει συνδεθεί με τη γλώσσα «Νώρακος
πόλις Παννονίας ὅτι γίνεται ἐν Παννονίᾳ σίδηρος». Η σύνδεση, τέλος, τής λέξης με το ρ. ἐρέπτομαι «τρώγω» δεν φαίνεται πιθανή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νῶροψ — flashing masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήνοψ — ἦνοψ, ὁ, ἡ (Α) αυτός που λάμπει, λαμπρός («ἤνοπι χαλκῷ», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *Fήν οψ, με ανερμήνευτο το *Fηv . Η κατάληξη οψ < οψ «όψη», πρβλ. αίθ οψ, νώροψ κ.ά. με παρεμφερή σημασία με το ήνοψ. Ως επίθ. η λ. προσδιορίζει συνήθως τα:… …   Dictionary of Greek

  • νωρεί — νωρεῑ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐνεργεῑ». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. νωρεῖ (πρβλ. νῶροψ) έχει αναχθεί στην εκτεταμένη ετεροιωμένη βαθμίδα νωρ τής ΙΕ ρίζας * ner «ζωτική δύναμη, άντρας» (πρβλ. λιθουαν. noras «θέληση, βούληση», noriu eti «θέλω», λατ. Nerō) και έχει …   Dictionary of Greek

  • νώροπα — νώ̱ροπα , νῶροψ flashing masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νώροπες — νώ̱ροπες , νῶροψ flashing masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νώροπι — νώ̱ροπι , νῶροψ flashing masc/fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νώροπος — νώ̱ροπος , νῶροψ flashing masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ner-1(t)-, aner- (ǝner-?) —     ner 1(t) , aner (ǝner ?)     English meaning: vital energy; man     Deutsche Übersetzung: 1. (“magische) Lebenskraft”; 2. “Mann”     Material: O.Ind. nár (nü ) “man, person”, Av. nar (nü) ds. (O.Ind. nara ḥ, Av. nara after acc. náram,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”